Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2017

Για εκείνον, τον άγνωστο.

Ήσουν δίπλα μου.
Γυρισμένος πλάτη, με μια μπύρα στο χέρι μιλούσες με τους φίλους σου. Το κεφάλι σου γυρνούσε μία δεξιά μία αριστερά και χαιρετούσες, αγκάλιαζες, έδινες δυναμικές χειραψίες και χτυπούσες τη πλάτη των φίλων σου με το χέρι.
Με το καπέλο σου να κρύβει το κοντοκουρεμένο μαλλί σου και με τα ρούχα της δουλειάς, βγήκες για να ξεσκάσεις.
Σε είδα πριν με προσέξεις και γυρίσεις το σώμα σου προς εμένα.
Έβλεπα τη πλάτη σου και διάβαζα τα γράμματα που είχε τυπωμένα πάνω της η σκουρόχρωμή σου μπλούζα.
Σε περιεργαζόμουν.
Εξωστρεφής, έδειχνες, μα η εσωστρέφειά και η ευαισθησία είναι αυτή που κυριαρχούσε πάνω σου. Έτσι το κατάλαβα εγώ, όταν με κοιτούσες.
Χιλιοπονεμένος, βάρη που κουβαλάς παντού πάνω σου, της οικογένειας της δουλειάς, προσωπικά... Από μικρό σε ρίξαν στα δύσκολα και έμαθες να παλεύεις για να πάρεις ό,τι έχεις καταφέρει να κατακτήσεις μέχρι τώρα. 
Άνθρωπος με μπέσα και τιμή. 
Ξεχώριζες από το πλήθος, δεν ήσουν σαν αυτούς.
Γύρισες το κεφάλι σου προς εμένα. Με είδες. Σε πρόσεξα, μα όταν συναντήθηκαν τα βλέμματά μας... ντράπηκα.
Γύρισα προς το μέρος της φίλης μου και της είπα στο αυτι ότι αυτό το παιδί με το καπέλο είναι πολύ ωραίο, πως έχει κάτι το διαφορετικό.
Έχεις κάτι που ξεχώρισες στα μάτια μου όταν σε πρωτοείδα, έχεις κάτι που ξεχώρισες στα αυτιά μου όταν σε άκουσα, στη ψυχή μου όταν σε ένιωσα. 
Για ένα λεπτό μου ανοίχτηκες και μου μίλησες σαν να βγήκε ο κρυμμένος εαυτός σου από μέσα σου, αυτός που θάβεις για να μη φανείς αδύναμος, ευάλωτος... Άγγιξες τις ευαισθησίες μου.
Ήσουν εσύ. Όχι αυτός που θες να δείχνεις στους άλλους, αλλά αυτός που είσαι όταν δεν σε βλέπει κανένας. 
Και αυτό ήταν το πιο γοητευτικό πράγμα πάνω σου.
Τα λόγια μας συνανιόντουσαν...
Η ώρα περνούσε και τα λόγια χανόντουσαν, όπως εξατμίζοταν το οινόπνευμα από το ποτό σου, καθώς μου μιλούσες.
Έπρεπε να φύγω. Δεν με άφηνες αν δεν κανονίζαμε τον καφέ που μου έλεγες. Σου εξηγούσα επί πέντε λεπτά πως θα μιλούσαμε αύριο αλλά δεν έδειχνες να καταλαβαίνεις, και μέσα στη ζάλη σου μπερδευόντουσαν και τα λόγια μου.
Βγήκες έξω.
Με ακολούθησες στο δρόμο και περίμενες μια απάντηση.
Ήσουν ο πιο γλυκός άνθρωπος του κόσμου.
Αυθόρμητος και όμορφος, και δεν με νοιάζει εάν το έκανες εσύ ή το μπουκάλι της μπύρας που είχες στα χέρια σου.
Αυτό που θέλω είναι να σε προσέχεις.
Για απόψε, να ξέρεις, ήσουν η ωραιότερη έμπνευσή μου...

2 σχόλια:

  1. Είναι αυτές οι μικρούλες στιγμές κρεμασμένες στο χρόνο, που δε φεύγουν από το μυαλό...
    Απίστευτα όμορφα λόγια, αληθινά, μέσα από την ψυχή.
    Καλή χρονιά Caramel :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλή χρονιά και σε εσένα Μελαχρινάκι... Νόμιζα πως αυτό μου το ποστ θα μείνει ξεχασμένο εδώ χωρίς να το δει μάτι... Μα ευχαριστώ που τελικά έκανα λάθος. :)

      Διαγραφή